- θηλυκῶν
- θηλυκόςwoman-likefem gen plθηλυκόςwoman-likemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
σπερματοθήκη — η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν νεοελλ. 1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα τού αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο… … Dictionary of Greek
ωογένεση — Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια,… … Dictionary of Greek
Μπαρ, σωματίδιο — Είναι το απενεργοποιημένο X χρωματόσωμα των θηλυκών ατόμων. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα του ερευνητή Μ. Μπαρ, που το εντόπισε. Διακρίνεται στα λευκά αιμοσφαίρια των θηλυκών σαν μια προεξοχή του λοβωτού πυρήνα τους. Το σωματίδιο αυτό στο αίμα… … Dictionary of Greek
-άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek